- μικροτομή
- η1. μικρή και λεπτή τομή2. φυσ. τομή πολύ λεπτών στιβάδων ιστού, η οποία γίνεται με τον μικροτόμο3. βιολ. η παρασκευή με τον μικροτόμο τεμαχίων ανατομικών παρασκευασμάτων πάχους συνήθως όχι μεγαλύτερου από ένα εκατομμυριοστό τού μέτρου.
Dictionary of Greek. 2013.